Το έμφραγμα του μυοκαρδίου οφείλεται σε αιφνίδια απόφραξη ενός κλάδου των στεφανιαίων αρτηριών λόγω ρήξης ή διάβρωσης της αθηρωματικής πλάκας και δημιουργίας θρόμβου ο οποίος αποφράσσει πλήρως την υπεύθυνη στεφανιαία αρτηρία με αποτέλεσμα την διακοπή της κυκλοφορίας του αίματος. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τη νέκρωση μιας περιοχής του μυοκαρδίου.
Αποτελεί επείγουσα κατάσταση, γι' αυτό και η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία κάνουν τη διαφορά μεταξύ ζωής και θανάτου.
Οι γιατροί βασίζονται στις αιματολογικές εξετάσεις ώστε να κρίνουν αν ένας ασθενής με πόνο στο στήθος παθαίνει έμφραγμα, όμως τα φυσιολογικά αποτελέσματα της εξέτασης έχουν σαν αποτέλεσμα να μη γίνεται επίσημη διάγνωση.
Είναι γνωστό ότι το οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου - καρδιακή προσβολή- είναι πρώτη αιτία θανάτου σε άνδρες και γυναίκες παγκοσμίως.
Τα συμπτώματα του εμφράγματος μπορεί να διαφέρουν. Οι περισσότεροι ασθενείς νιώθουν έντονο πόνο στο στήθος, στην περιοχή του στέρνου, αλλά η ένταση του πόνου διαφέρει από τον ένα ασθενή στον άλλο. Μερικές φορές ο πόνος αντανακλά στο λαιμό, τη γνάθο , τον αριστερό ώμο ή και στο αριστερό χέρι. Ο ασθενής με έμφραγμα συχνά νιώθει κόπωση, δυσκολία στην αναπνοή και ναυτία. Επίσης μπορεί να έχει χλωμή όψη, να είναι κρύος και να έχει ιδρώσει.
Ορισμένες φορές το έμφραγμα του μυοκαρδίου παρουσιάζεται ως πόνος στο στομάχι , οπότε αρχικά θα πρέπει να γίνει καρδιολογικός έλεγχος για τον αποκλεισμό εμφράγματος μυοκαρδίου και στη συνέχεια να γίνει διερεύνηση και άλλων παθήσεων.
Εάν εμφανίσετε συμπτώματα εμφράγματος μυοκαρδίου θα πρέπει να μεταφερθείτε άμεσα σε νοσοκομείο. Πρέπει να καλέσετε το ΕΚΑΒ ή άλλη μονάδα επείγουσας μεταφοράς. Η έγκαιρη νοσηλεία σώζει ζωές.
Τι να κάνετε
Αν υποθέτετε ότι έχετε έμφραγμα του μυοκαρδίου τότε πρέπει να επισκεφτείτε το συντομότερο δυνατό έναν καρδιολόγο, ο οποίος θα σας συστήσει μετά την λήψη του ιστορικού:
• καρδιογράφημα
• αναλύσεις αίματος,
• υπερηχογράφημα καρδιάς,
• σπινθηρογράφημα μυοκαρδίου.
• καρδιακό καθετηριασμό
• στεφανιογραφία.
• Tεστ κοπώσεως, εφόσον κρίνεται απαραίτητο.
To ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ) είναι μία εξέταση με την οποία καταγράφεται η ηλεκτρική δραστηριότητα της καρδιάς. Με το ΗΚΓ ελέγχεται κυρίως ο ρυθμός και η κανονικότητα των καρδιακών παλμών και η ύπαρξη ή όχι διαταραχής της καρδιακής λειτουργίας. Αποτελεί την κύρια εξέταση για τη διάγνωση εμφράγματος ή αρρυθμιών. Το καρδιογράφημα χρησιμοποιεί ηλεκτρομαγνητικά κύματα για να διερευνήσει τις διάφορες «ζώνες» του μυοκαρδίου και να επιβεβαιώσει κατ' αρχήν την ύπαρξη ή όχι του εμφράγματος, το σημείο όπου αυτό «χτύπησε», αλλά και την εξέλιξή του. Έμφραγμα σημαίνει «ανεξίτηλη βλάβη στην καρδιά», η οποία αφήνει το σημάδι της τόσο σε επίπεδο πληγής (δηλαδή στο συγκεκριμένο σημείο που επλήγη) όσο και σε επίπεδο μεγέθους της νέκρωσης που προκαλεί. Την νέκρωση αυτή «διαβάζει» σε όλη της την έκταση το καρδιογράφημα, στις πρώτες κρίσιμες στιγμές από τη διακομιδή στο νοσοκομείο. Και τις αμέσως επόμενες εβδομάδες, όμως, είναι πολύτιμο, καθώς καταγράφει την σταδιακή βελτίωση αλλά και τις μόνιμες βλάβες ή επιπλοκές που μπορεί να προκύψουν από το έμφραγμα (λ.χ. την καρδιακή ισχαιμία και τις αρρυθμίες).
Οι αναλύσεις αίματος στο έμφραγμα
Οι εξετάσεις αίματος είναι πολύ σημαντικές διότι, στη διάρκεια του εμφράγματος, τα κύτταρα του μυοκαρδίου απελευθερώνουν ορισμένα ένζυμα στο αίμα. Από τα επίπεδα αυτών των ενζύμων μπορεί να αποσαφηνιστεί η εικόνα για το πόσο μεγάλη είναι η βλάβη που υπέστη η καρδιά. Πρόκειται για ένζυμα τα οποία αυξάνονται στο αίμα του ασθενούς όταν υποστεί έμφραγμα. Συγκεκριμένα αναζητείται το ισοενζύμο ΜΒ της κρεατινοφωσφορικής κινάσης (CK-MB) και η τροπονίνη, τα οποία είναι πιο ειδικά για το έμφραγμα. Επίσης, αναζητούνται τα επίπεδα της ασπαραγινικής τρανσαμινάσης (SGOT ή AST) και της γαλακτικής αφυδρογονάσης (LDH), τα οποία αυξάνονται επίσης μετά το έμφραγμα.
Τροπονίνη
Πρόκειται για μία πρωτεΐνη που βρίσκεται στον μυοκαρδιακό ιστό και δείχνει κατά πόσο είναι πιθανό ασθενής με ύποπτα συμπτώματα να έχει υποστεί έμφραγμα, ιδίως στις περιπτώσεις εκείνες που το ηλεκτροκαρδιογράφημα δεν είναι διαγνωστικό. Πιο συγκεκριμένα η τροπονίνη αποτελεί μια πρωτεΐνη, που βρίσκεται στο μυοκάρδιο και διαδραματίζει ιδιαιτέρως σημαντικό ρόλο στη συστολή του και γενικότερα στη συστολή της καρδιάς. Η πρωτεΐνη αυτή απελευθερώνεται και κυκλοφορεί στο αίμα όταν καταστραφεί το μυοκαρδιακό κύτταρο, στην περίπτωση δηλαδή οξέος εμφράγματος. Είναι δυνατόν όμως να ανιχνευθεί και σε περιπτώσεις φλεγμονής και νέκρωσης του μυοκαρδίου, όπως π.χ. σε περιπτώσεις μυοκαρδίτιδας, μυοκαρδιοπάθειας ή καρδιακής ανεπάρκειας. Ακόμη και σε περιπτώσεις έντονου stress του μυοκαρδίου, όπως π.χ. στους δρομείς του Μαραθωνίου, μπορεί να παρατηρηθεί αύξηση της τροπονίνης.
Εν τούτοις, η κλασική εφαρμογή του test τροπονίνης αφορά την πρόωρη διάγνωση του εμφράγματος. Μόλις αρχίσει η καταστροφή των μυοκαρδιακών κυττάρων, η τροπονίνη απελευθερώνεται και η στάθμη της ανεβαίνει στο αίμα. Το διαγνωστικό αυτό τεστ αποτελεί μια εξελιγμένη μορφή της ήδη υπάρχουσας αιματολογικής εξέτασης, που γίνεται στα τμήματα επειγόντων περιστατικών των νοσοκομείων για να διαπιστωθεί αν ο ασθενής που έχει πόνο στο στήθος πράγματι έχει έμφραγμα ή κάτι άλλο. Το test τροπονίνης είναι ένα ιδιαιτέρως χρήσιμο test για την έγκαιρη διάγνωση ακόμη και ενός μικρού εμφράγματος, που πολλές φορές ούτε το ηλεκτροκαρδιογράφημα μπορεί να αναδείξει.
Οι καρδιακές τροπονίνες μπορούν να αυξηθούν σε:
• Χρήση καρδιοτοξικών φαρμάκων (χημειοθεραπεία, αλκοόλη).
• Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια.
• Δερματομυοσίτιδα.
• Νεφρική νόσο.
• Έμφραγμα του μυοκαρδίου (σε ποσοστό 20-40% των ασθενών με στηθάγχη και με ελάχιστη μυοκαρδιακή βλάβη, χωρίς ανάσπαση του ST στο ηλεκτροκαρδιογράφημα ενδεικτική μυοκαρδιακής βλάβης, παρατηρείται αύξηση της τροπονίνης).
• Μυοκαρδίτιδα.
• Περικαρδίτιδα.
• Πολυμυοσίτιδα.
• Πνευμονική εμβολή.
Ο προσδιορισμός της τροπονίνης συνήθως παραγγέλλεται, συχνά μαζί με άλλους καρδιακούς προσδιορισμούς όπως της κρεατινοκινάσης (CK), του ισοενζύμου CK–MB, ή της μυοσφαιρίνης (myoglobin), όταν ο ασθενής εμφανίζει παρατεταμένο πόνο στο στήθος ή άλλα συμπτώματα που θα μπορούσαν να σχετισθούν με καρδιακή βλάβη. Τυπικά, ο προσδιορισμός της τροπονίνης εκτελείται 2 ή 3 φορές κατά τη διάρκεια μιας περιόδου 12 έως 16 ωρών. Σε ασθενείς με σταθερή στηθάγχη (stableangina) (αναμενόμενα επεισόδια πόνου στο στήθος ο οποίος σχετίζεται με ανεπαρκή ροή του αίματος προς την καρδιά η οποία διορθώνεται με ανάπαυση και/ή φαρμακευτική αγωγή), ο προσδιορισμός της τροπονίνης μπορεί να παραγγέλλεται όταν τα συμπτώματα του ασθενούς κλιμακώνονται, ή συμβαίνουν όταν ο ασθενής βρίσκεται σε ανάπαυση, και/ή δεν αμβλύνονται με θεραπευτική αγωγή, ενδείξεις ότι η στηθάγχη μετατρέπεται σε ασταθή, θέτοντας τον ασθενή σε πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσει καρδιακό έμφραγμα (heartattack) ή κάποιο άλλο σοβαρό καρδιακό πρόβλημα στο εγγύς μέλλον.
Τα επίπεδα της τροπονίνης θα παραμένουν υψηλά για 1-2 εβδομάδες μετά το καρδιακό έμφραγμα. Η τροπονίνη γενικά δεν επηρεάζεται από βλάβη σε άλλους μυς, έτσι μυϊκές ενέσεις, ατυχήματα, επίπονη άσκηση, και φάρμακα που μπορεί να προκαλέσουν μυϊκή βλάβη δεν επηρεάζουν τα επίπεδα της τροπονίνης.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη βρέθηκε ότι οποιαδήποτε αύξηση στην καρδιακή Τροπονίνη Τ συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο θνησιμότητας.
Ο προσδιορισμός της τροπονίνης συνήθως παραγγέλλεται, συχνά μαζί με άλλους καρδιακούς προσδιορισμούς όπως της κρεατινοκινάσης (CK), του ισοενζύμου CK–MB, ή της μυοσφαιρίνης (myoglobin), όταν ο ασθενής εμφανίζει παρατεταμένο πόνο στο στήθος ή άλλα συμπτώματα που θα μπορούσαν να σχετισθούν με καρδιακή βλάβη. Τυπικά, ο προσδιορισμός της τροπονίνης εκτελείται 2 ή 3 φορές κατά τη διάρκεια μιας περιόδου 12 έως 16 ωρών. Σε ασθενείς με σταθερή στηθάγχη (stableangina) (αναμενόμενα επεισόδια πόνου στο στήθος ο οποίος σχετίζεται με ανεπαρκή ροή του αίματος προς την καρδιά η οποία διορθώνεται με ανάπαυση και/ή φαρμακευτική αγωγή), ο προσδιορισμός της τροπονίνης μπορεί να παραγγέλλεται όταν τα συμπτώματα του ασθενούς κλιμακώνονται, ή συμβαίνουν όταν ο ασθενής βρίσκεται σε ανάπαυση, και/ή δεν αμβλύνονται με θεραπευτική αγωγή, ενδείξεις ότι η στηθάγχη μετατρέπεται σε ασταθή, θέτοντας τον ασθενή σε πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσει καρδιακό έμφραγμα (heartattack) ή κάποιο άλλο σοβαρό καρδιακό πρόβλημα στο εγγύς μέλλον.
Τα επίπεδα της τροπονίνης θα παραμένουν υψηλά για 1-2 εβδομάδες μετά το καρδιακό έμφραγμα. Η τροπονίνη γενικά δεν επηρεάζεται από βλάβη σε άλλους μυς, έτσι μυϊκές ενέσεις, ατυχήματα, επίπονη άσκηση, και φάρμακα που μπορεί να προκαλέσουν μυϊκή βλάβη δεν επηρεάζουν τα επίπεδα της τροπονίνης.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη βρέθηκε ότι οποιαδήποτε αύξηση στην καρδιακή Τροπονίνη Τ συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο θνησιμότητας.
Ψευδώς θετικά αποτελέσματα μπορεί να υπάρξουν με την τροπονίνη T σε καταστάσεις όπως:
• η χρόνια νεφρική ανεπάρκεια,
• οι μυοπάθειες,
• η παρουσία ετεροφιλικών αντισωμάτων.
• η χρόνια νεφρική ανεπάρκεια,
• οι μυοπάθειες,
• η παρουσία ετεροφιλικών αντισωμάτων.
Στεφανιογραφία: Εδώ, ένας μικρός καθετήρας εισέρχεται από κάποια επιφανειακή αρτηρία και προωθείται στην καρδιά όπου ενίεται σκιαγραφική ουσία. Με τον τρόπο αυτό απεικονίζεται η καρδιά και τα αγγεία της και φαίνεται αν υπάρχει απόφραξη στις στεφανιαίες αρτηρίες.
Σπινθηρογράφημα: Εδώ γίνεται έγχυση μιας ραδιενεργού ουσίας στην καρδιά του ασθενούς και ανιχνεύεται με τη βοήθεια κάμερας. Έτσι, εντοπίζονται οι περιοχές της καρδιάς οι οποίες έχουν υποστεί βλάβη από το έμφραγμα.
Τα εμφράγματα πρέπει να αντιμετωπίζονται γρήγορα για να ελαχιστοποιηθεί η καρδιακή βλάβη και να αντιμετωπίζονται τα προβλήματα. Η αντιμετώπιση τους τόσο τη χρήση φαρμάκων όσο και χειρουργικών επεμβάσεων. Επίσης χορηγείται αγωγή για την ανακούφιση των οξέων συμπτωμάτων που σχετίζονται με το έμφραγμα και το σύνδρομο στεφανιαίας νόσου (ΣΣΝ). Αφού αντιμετωπιστεί το αρχικό επεισόδιο ή προσβολή, συνταγογραφούνται συχνά και άλλες θεραπείες καθώς και αλλαγές στον τρόπο ζωής ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος επανεμφάνισης τους.
Όπως σε όλες τις παθήσεις της καρδιάς, ο έλεγχος της πίεσης του αίματος (δηλαδή η μείωση της υπέρτασης) πρέπει να αποτελεί το πρωταρχικό μέλημα. Φάρμακα, όπως η διγοξίνη που βοηθάει τις συσπάσεις της καρδιάς και αντιαρρυθμικά, όπως η προκαιναμίδη που βοηθούν στον συγχρονισμό των συσπάσεων, μπορεί επίσης να χορηγηθούν, αναλόγως με τον τρόπο αντίδρασης της καρδιάς. Επίσης μπορεί να δοθούν άλλα φάρμακα, όπως β-αναστολείς και φάρμακα που διαλύουν ή διασπούν τους θρόμβους του αίματος (θρομβολυτικά φάρμακα). Για την ασταθή στηθάγχη, η παιδική ασπιρίνη θεωρείται θεραπεία πρώτης επιλογής. Μερικές φορές απαιτούνται ιατρικές επεμβάσεις, όπως αγγειοπλαστική ή μεταμόσχευση στεφανιαίας αρτηρίας με μπαϊπάς. Ο γιατρός σας, μπορεί να σας συστήσει συγκεκριμένη διατροφή και άσκηση ανάλογα με την κατάσταση σας.
Διαβάστε επίσης
- Σε ποιες παθολογικές καταστάσεις αυξάνεται η CPK (κινάση της κρεατίνης). Πώς αυξάνει στο έμφραγμα του μυοκαρδίου;
- Τι πρέπει να κάνετε σε περίπτωση καρδιακής προσβολής; Πρώτες βοήθειες στο έμφραγμα
- Σε τι οφείλεται η ταχυκαρδία και πόσο επικίνδυνη μπορεί να είναι; Πώς γίνεται η διάγνωση και ποια η θεραπεία;
- Καρδιακή αρρυθμία. Τι είναι; Πόσο επικίνδυνη είναι; Πώς αντιμετωπίζεται; Πώς προλαμβάνεται;
- Τι είναι ο καρδιακός ρυθμός; Κάποια μυστικά για την μέτρηση του σφυγμού. Ποιες οι φυσιολογικές τιμές ανά ηλικία; Μέτρηση ακόμα και με smartphone
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου